Λεξικό νομικών όρων ιταλο-ελληνικό, ελληνο-ιταλικό
Περιγραφή:
Η σύνταξη ενός λεξικού νομικών όρων παρουσιάζει δυσκολίες και ξεχωριστά προβλήματα, που δεν συναντώνται σε αντίστοιχα λεξικά των επιμέρους κλάδων. Κύρια αιτία είναι το διαφορετικό περιεχόμενο των νομικών εννοιών και σε μερικές περιπτώσεις η έλλειψη αντίστοιχης ορολογίας. Ο νομικός μεταφραστής, πρέπει να εξακριβώσει στη γλώσσα αφετηρίας την ακριβή έννοια του όρου που επιδιώκει να μεταφράσει και στη συνέχεια να αναζητήσει στη γλώσσα υποδοχής ένα νομικό όρο με αντίστοιχο περιεχόμενο. Η αναζήτηση αυτή πρέπει να είναι ειλικρινής και υπεύθυνη, καθόσον συχνά ο μεταφραστής έρχεται σε επαφή με αλλοδαπούς θεσμούς ξένους ως προς το νομικό σύστημα που ανήκει, ενώ η κατά λέξη και πιστή μετάφραση των νομικών όρων κρύβει κινδύνους ορολογικών αστοχιών. Εύστοχα έχει επισημανθεί ότι η νομική μετάφραση αποτελεί ουσιαστικά εφαρμοσμένο συγκριτικό δίκαιο.
Η ιδιαιτερότητα της νομικής μετάφρασης προέρχεται επιπλέον από τη σχέση της αλληλεξάρτησης που υπάρχει ανάμεσα στη γλώσσα και στο δίκαιο. Η γλώσσα αποτελεί το μέσο μετάδοσης για το δίκαιο. Το τελευταίο δεν μπορεί να εκφραστεί χωρίς τη βοήθεια της γλώσσας, με συνέπεια η επιβίωση του δικαίου να εξαρτάται αποκλειστικά από αυτή. Αλλά και η γλώσσα επηρεάζεται με τη σειρά της από το δίκαιο σε σημαντικό βαθμό. Συγκεκριμένα, κάθε κράτος διαθέτει το δικό του νομικό σύστημα και συνεπώς τη δική του νομική ορολογία, που είναι ανεξάρτητη και αυτόνομη από τα υπόλοιπα κράτη, ακόμη και όταν έχουν κοινή γλώσσα. Ενόψει του ότι η γλώσσα συνδέεται με ένα συγκεκριμένο νομικό σύστημα, αυτή μεταλλάσσεται κατά τρόπο, ώστε να εκφράσει το δίκαιο της χώρας αυτής. Η νομική γλώσσα είναι σε συνεχή κίνηση και εξελίσσεται από τις αλλαγές που επέρχονται στο δίκαιο κάθε κράτους. Η ύπαρξη διαφορετικών νομικών συστημάτων έχει ως συνέπεια την προαναφερόμενη διαφορετικότητα και μερικές φορές ακόμη και την έλλειψη αντίστοιχων νομικών όρων και θεσμών στα διάφορα κράτη.